δυσίατος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δυσίᾱτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίητος Hp.<i>Art</i>.14, <i>Oss</i>.12<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>medic. [[difícil de curar]] κληΐς Hp.<i>Art</i>.14, (φλέψ) Hp.<i>Oss</i>.12, μασχάλαι Hp.<i>Prorrh</i>.2.11, μανίαι Gorg.B 11.17, νόσημα Pl.<i>Lg</i>.916a, τὰ στρογγύλα τῶν ἑλκῶν Arist.<i>Fr</i>.238, cf. Gal.10.169, Cass.<i>Pr</i>.1, νόσος D.S.3.33, D.H.4.69, αἱ ἐπὶ τῷ σώματι διαθέσεις Gal.9.525, τραύματα D.C.36.5.2, πληγαί Philostr.<i>Gym</i>.10<br /><b class="num">•</b>de pers. y anim., Hp.<i>Ep</i>.1, Str.15.1.43<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὰ δυσίατα las enfermedades de difícil curación</i> Heras en Gal.13.767.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícil de remediar o curar]] κακόν A.<i>A</i>.1103, Arist.<i>Pr</i>.950<sup>b</sup>22, Ph.2.304, ὀργή E.<i>Med</i>.520, cf. Pl.<i>Lg</i>.934a, χαλεπὰ καὶ δυσίατα ἢ ... ἀνίατα ἀδικήματα Pl.<i>Lg</i>.731b, cf. 854a, Arist.<i>MM</i> 1203<sup>b</sup>30, μῆνις Philostr.<i>Her</i>.70.16, τὰ τῆς ψυχῆς πάθη καὶ νοσήματα Ph.2.43, μῶμος Ph.1.558, φιλαυτία ... πάθος δ. Ph.2.58<br /><b class="num">•</b>de pers. οἱ δυσίατοι καὶ ἀνίατοι ... διὰ κολάσεως Arist.<i>EE</i> 1230<sup>b</sup>8, cf. <i>MM</i> 1204<sup>a</sup>1, δυσκάθαρτοι καὶ δυσίατοι de los nuevos ricos, Ph.2.274<br /><b class="num">•</b>[[incorregible]], [[implacable]] δ. [[ἄρα]] ἦσθα καὶ [[ἀπαραίτητος]] Them.<i>Or</i>.15.192c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[en forma difícil de curar]] τι μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273, cf. 12.340.
|dgtxt=(δυσίᾱτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίητος Hp.<i>Art</i>.14, <i>Oss</i>.12<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>medic. [[difícil de curar]] κληΐς Hp.<i>Art</i>.14, (φλέψ) Hp.<i>Oss</i>.12, μασχάλαι Hp.<i>Prorrh</i>.2.11, μανίαι Gorg.B 11.17, νόσημα Pl.<i>Lg</i>.916a, τὰ στρογγύλα τῶν ἑλκῶν Arist.<i>Fr</i>.238, cf. Gal.10.169, Cass.<i>Pr</i>.1, νόσος D.S.3.33, D.H.4.69, αἱ ἐπὶ τῷ σώματι διαθέσεις Gal.9.525, τραύματα D.C.36.5.2, πληγαί Philostr.<i>Gym</i>.10<br /><b class="num">•</b>de pers. y anim., Hp.<i>Ep</i>.1, Str.15.1.43<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὰ δυσίατα las enfermedades de difícil curación</i> Heras en Gal.13.767.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícil de remediar o curar]] κακόν A.<i>A</i>.1103, Arist.<i>Pr</i>.950<sup>b</sup>22, Ph.2.304, ὀργή E.<i>Med</i>.520, cf. Pl.<i>Lg</i>.934a, χαλεπὰ καὶ δυσίατα ἢ ... ἀνίατα ἀδικήματα Pl.<i>Lg</i>.731b, cf. 854a, Arist.<i>MM</i> 1203<sup>b</sup>30, μῆνις Philostr.<i>Her</i>.70.16, τὰ τῆς ψυχῆς πάθη καὶ νοσήματα Ph.2.43, μῶμος Ph.1.558, φιλαυτία ... πάθος δ. Ph.2.58<br /><b class="num">•</b>de pers. οἱ δυσίατοι καὶ ἀνίατοι ... διὰ κολάσεως Arist.<i>EE</i> 1230<sup>b</sup>8, cf. <i>MM</i> 1204<sup>a</sup>1, δυσκάθαρτοι καὶ δυσίατοι de los nuevos ricos, Ph.2.274<br /><b class="num">•</b>[[incorregible]], [[implacable]] δ. [[ἄρα]] ἦσθα καὶ [[ἀπαραίτητος]] Them.<i>Or</i>.15.192c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[en forma difícil de curar]] τι μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273, cf. 12.340.
}}
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[δυσίατος]] και δυσίητος, -ον)<br />αυτός που γιατρεύεται δύσκολα.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσίᾱτος Medium diacritics: δυσίατος Low diacritics: δυσίατος Capitals: ΔΥΣΙΑΤΟΣ
Transliteration A: dysíatos Transliteration B: dysiatos Transliteration C: dysiatos Beta Code: dusi/atos

English (LSJ)

Ion. δῠσ-ίητος [ι], ον,

   A hard to heal, κληΐς Hp.Art.14 (Comp.), cf. Cass.Pr.1 (Comp.); κακὸν δ. an ill that none can cure, A.Ag.1103 (lyr.); ὀργή E.Med.520; νόσημα Pl.Lg.916a, cf. Ph.1.40, al.; of persons, implacable, Them.Or.15.192c. Adv. -τως, μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu heilen, unheilbar; κακόν Aesch. Ag. 1103; ὀργή Eur. Med. 520; νόσημα Plat. Legg. XI, 916 a; θυμοί 934 a; ἀδικήματα V, 731 b.

Greek (Liddell-Scott)

δυσίᾱτος: [ῑ], -ον, δυσθεράπευτος, κληῒς Ἱππ. Ἄρθρ. 790· κακὸν δ., ἀνίατον κακόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1103· ὀργὴ Εὐρ. Μηδ. 520· νόσημα Πλάτ. Νόμ. 916Α κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à guérir.
Étymologie: δυσ-, ἰάομαι.

Spanish (DGE)

(δυσίᾱτος) -ον

• Alolema(s): jón. -ίητος Hp.Art.14, Oss.12

• Prosodia: [-ῑ-]
I 1medic. difícil de curar κληΐς Hp.Art.14, (φλέψ) Hp.Oss.12, μασχάλαι Hp.Prorrh.2.11, μανίαι Gorg.B 11.17, νόσημα Pl.Lg.916a, τὰ στρογγύλα τῶν ἑλκῶν Arist.Fr.238, cf. Gal.10.169, Cass.Pr.1, νόσος D.S.3.33, D.H.4.69, αἱ ἐπὶ τῷ σώματι διαθέσεις Gal.9.525, τραύματα D.C.36.5.2, πληγαί Philostr.Gym.10
de pers. y anim., Hp.Ep.1, Str.15.1.43
neutr. subst. τὰ δυσίατα las enfermedades de difícil curación Heras en Gal.13.767.
2 fig. difícil de remediar o curar κακόν A.A.1103, Arist.Pr.950b22, Ph.2.304, ὀργή E.Med.520, cf. Pl.Lg.934a, χαλεπὰ καὶ δυσίατα ἢ ... ἀνίατα ἀδικήματα Pl.Lg.731b, cf. 854a, Arist.MM 1203b30, μῆνις Philostr.Her.70.16, τὰ τῆς ψυχῆς πάθη καὶ νοσήματα Ph.2.43, μῶμος Ph.1.558, φιλαυτία ... πάθος δ. Ph.2.58
de pers. οἱ δυσίατοι καὶ ἀνίατοι ... διὰ κολάσεως Arist.EE 1230b8, cf. MM 1204a1, δυσκάθαρτοι καὶ δυσίατοι de los nuevos ricos, Ph.2.274
incorregible, implacable δ. ἄρα ἦσθα καὶ ἀπαραίτητος Them.Or.15.192c.
II adv. -ως en forma difícil de curar τι μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273, cf. 12.340.

Greek Monolingual

-ον (Α δυσίατος και δυσίητος, -ον)
αυτός που γιατρεύεται δύσκολα.