ἐκτελείω: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(11)
(11)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ (-όω) επιτατ. του [[τελειώ]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] τέλειο, [[τελειοποιώ]].
|mltxt=ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ (-όω) επιτατ. του [[τελειώ]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] τέλειο, [[τελειοποιώ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκτελείω]] (Α)<br />επικ. τύπ. του [[εκτελώ]].
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 780] p. = ἐκτελέω, Il. 9, 493 Od. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξετέλειον;
c. ἐκτελέω.

English (Autenrieth)

aor. ἐξετέλεσσα, pass. ipf. ἐξετελεῦντο, perf. ἐκτετέλεσται: bring to an end, finish, fulfil, consummate, achieve; ὅ μοι οὔ τι θεοὶ γόνον ἐξετέλειον | ἐξ ἐμοῦ, ‘granted me no offspring of my own,’ Il. 9.493.

Greek Monolingual

ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ (-όω) επιτατ. του τελειώ (Α)
κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ.

Greek Monolingual

ἐκτελείω (Α)
επικ. τύπ. του εκτελώ.