ἐλάττωμα: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>att. c.</i> [[ἐλάσσωμα]]. | |btext=<i>att. c.</i> [[ἐλάσσωμα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἐλάττωμα]])<br /><b>1.</b> [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> [[μειονέκτημα]], σωματική [[ατέλεια]] («σωματικό [[ελάττωμα]]», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν ὄψιν», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν λέξιν»)<br /><b>3.</b> [[μειονέκτημα]], ψυχική ή [[ηθική]] [[κατωτερότητα]] («το [[ελάττωμα]] της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)<br /><b>μσν.</b><br />(για περιουσιακά στοιχεία) [[κατάχρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απώλεια]], [[ήττα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A inferiority, disadvantage, D.18.237, Phld.Rh.2.29S.; ἐ. ποιεῖν Plb.6.16.3. 2 loss, defeat, IPE 12.32B15 (pl., Olbia, iii B.C.), Plb.1.32.2, Onos.32.8 (pl.), etc. 3 defect, κατὰ τὴν ὄψιν D.H.5.23; περὶ τὴν λέξιν Id.Th.35; τὰ τῶν παιδικῶν ἐ. Chor.inRh.Mus.49.510; δωματικὰ ἐ. Hierocl.p.49A., cf. Phld.Ir.p.52 W., al., Iamb.Protr.20 (v. ἐλάσσωμα).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάττωμα: τό, μειονέκτημα, Δημ. 306. 12. 2) ἀπώλεια, ἧττα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15, Πολύβ. 1 32. 2. κτλ. 3) ἐλάττωμα, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὴν ὄψιν Διον. Ἁλ. 5. 23.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἐλάσσωμα.
Greek Monolingual
το (AM ἐλάττωμα)
1. μειονέκτημα
2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν»)
3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)
μσν.
(για περιουσιακά στοιχεία) κατάχρηση
αρχ.
απώλεια, ήττα.