ἐναρμογή: Difference between revisions
From LSJ
(big3_14) |
(11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[ajuste]], [[encaje]]de un tubo quirúrgico τούτου (τοῦ καλάμου) τὴν ἐναρμογὴν ὡς μηδεμίαν εἶναι παραπνοήν Antyll. en Orib.10.19.4. | |dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[ajuste]], [[encaje]]de un tubo quirúrgico τούτου (τοῦ καλάμου) τὴν ἐναρμογὴν ὡς μηδεμίαν εἶναι παραπνοήν Antyll. en Orib.10.19.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐναρμογή]])<br />[[εφαρμογή]], [[συναρμογή]], [[προσαρμογή]], [[συνάρθρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] όπου ένα [[πράγμα]] συναρμόζεται με κάποιο [[άλλο]], το [[σημείο]] συναρμογής, η [[αρμογή]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] συνδέσεως δύο τεμαχίων από [[ξύλο]] ή [[μέταλλο]] με την [[εισαγωγή]] ([[εμβολή]]) της προεξοχής του ενός στην [[κοιλότητα]] του άλλου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fitting of a surgical tube, Antyll. ap. Orib.10.19.4.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
ajuste, encajede un tubo quirúrgico τούτου (τοῦ καλάμου) τὴν ἐναρμογὴν ὡς μηδεμίαν εἶναι παραπνοήν Antyll. en Orib.10.19.4.
Greek Monolingual
η (AM ἐναρμογή)
εφαρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, συνάρθρωση
νεοελλ.
1. το σημείο όπου ένα πράγμα συναρμόζεται με κάποιο άλλο, το σημείο συναρμογής, η αρμογή
2. είδος συνδέσεως δύο τεμαχίων από ξύλο ή μέταλλο με την εισαγωγή (εμβολή) της προεξοχής του ενός στην κοιλότητα του άλλου.