ἐνηλλαγμένως: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. sobre part. perf. de [[ἐναλλάσσω]]<br /><b class="num">1</b> [[de modo opuesto]], [[al contrario]] ὅταν δὲ μὴ οὕτως γίνηται, ἀλλ' ἐ. ἡ [[γένεσις]] Anon.Lond.17.42, ἐ. μοὶ δοκεῖ τὴν ἑρμηνείαν ποιεῖσθαι Gal.18(1).352, ταῦτα ἐ. (ἐστι) estas afirmaciones están en contradicción (una con otra)</i>, Plot.3.7.13<br /><b class="num">•</b>[[en orden inverso]], [[a la inversa]] οὐ κατὰ τὴν ἐκείνων τάξιν, ἀλλ' ἐ. ἀριθμοῦσιν Plu.2.672c.<br /><b class="num">2</b> [[de modo cambiante]] κέχρηται ... ἐ. τοῖς ῥήμασι τούτοις Basil.M.29.445B<br /><b class="num">•</b>[[en orden cambiado]], [[de modo alternante]] ἐ., οὐ τετηρημένως ταῖς τάξεσι Gr.Naz.M.36.253D.<br /><b class="num">3</b> [[en forma de cruz]] τοῖς ποσὶν ἐ. ἱστάμενος de pie con las piernas cruzadas</i> Procop.Gaz.<i>Imag</i>.19. | |dgtxt=adv. sobre part. perf. de [[ἐναλλάσσω]]<br /><b class="num">1</b> [[de modo opuesto]], [[al contrario]] ὅταν δὲ μὴ οὕτως γίνηται, ἀλλ' ἐ. ἡ [[γένεσις]] Anon.Lond.17.42, ἐ. μοὶ δοκεῖ τὴν ἑρμηνείαν ποιεῖσθαι Gal.18(1).352, ταῦτα ἐ. (ἐστι) estas afirmaciones están en contradicción (una con otra)</i>, Plot.3.7.13<br /><b class="num">•</b>[[en orden inverso]], [[a la inversa]] οὐ κατὰ τὴν ἐκείνων τάξιν, ἀλλ' ἐ. ἀριθμοῦσιν Plu.2.672c.<br /><b class="num">2</b> [[de modo cambiante]] κέχρηται ... ἐ. τοῖς ῥήμασι τούτοις Basil.M.29.445B<br /><b class="num">•</b>[[en orden cambiado]], [[de modo alternante]] ἐ., οὐ τετηρημένως ταῖς τάξεσι Gr.Naz.M.36.253D.<br /><b class="num">3</b> [[en forma de cruz]] τοῖς ποσὶν ἐ. ἱστάμενος de pie con las piernas cruzadas</i> Procop.Gaz.<i>Imag</i>.19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνηλλαγμένως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. <i>ενηλλαγμένος</i> του παθ. παρακμ. του [[εναλλάσσω]])<br /><b>1.</b> [[κατά]] αντίστροφη [[θέση]] ή [[σειρά]]<br /><b>2.</b> αμοιβαία, [[εναλλάξ]] («[[ἐνηλλαγμένως]] τοῑς ποσὶν ἵστασθαι» — [[πότε]] με το ένα, [[πότε]] με το [[άλλο]] [[πόδι]] [[εναλλάξ]], Προκόπ. Γαζ.)<br /><b>3.</b> παραλλαγμένα, αλλαγμένα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἐναλλάσσω,
A reversely, in reverse order, Meno Iatr.17.42; inverting the true order, Plot.3.7.13. 2 crosswise, = ἐναλλάξ, τοῖς ποσὶν ἵστασθαι Procop. Gaz.p.163B.
German (Pape)
[Seite 840] verwechselt, vertauscht, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηλλαγμένως: Ἐπιρρ., μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐναλλάσσω, κατ᾿ ἐναλλαγήν, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. de ἐναλλάσσω
1 de modo opuesto, al contrario ὅταν δὲ μὴ οὕτως γίνηται, ἀλλ' ἐ. ἡ γένεσις Anon.Lond.17.42, ἐ. μοὶ δοκεῖ τὴν ἑρμηνείαν ποιεῖσθαι Gal.18(1).352, ταῦτα ἐ. (ἐστι) estas afirmaciones están en contradicción (una con otra), Plot.3.7.13
•en orden inverso, a la inversa οὐ κατὰ τὴν ἐκείνων τάξιν, ἀλλ' ἐ. ἀριθμοῦσιν Plu.2.672c.
2 de modo cambiante κέχρηται ... ἐ. τοῖς ῥήμασι τούτοις Basil.M.29.445B
•en orden cambiado, de modo alternante ἐ., οὐ τετηρημένως ταῖς τάξεσι Gr.Naz.M.36.253D.
3 en forma de cruz τοῖς ποσὶν ἐ. ἱστάμενος de pie con las piernas cruzadas Procop.Gaz.Imag.19.
Greek Monolingual
ἐνηλλαγμένως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. ενηλλαγμένος του παθ. παρακμ. του εναλλάσσω)
1. κατά αντίστροφη θέση ή σειρά
2. αμοιβαία, εναλλάξ («ἐνηλλαγμένως τοῑς ποσὶν ἵστασθαι» — πότε με το ένα, πότε με το άλλο πόδι εναλλάξ, Προκόπ. Γαζ.)
3. παραλλαγμένα, αλλαγμένα.