ἐνστρατοπεδεύω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[acampar en]] χῶρος ἐπιτήδειος ἐνστρατοπεδεῦσαι Th.2.20, αὐτοῖς ... τοῖς οἴκοις Str.7.7.3, ἐν τῇ πόλει Plu.<i>Thes</i>.27<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Hdt.9.2, cf. D.H.11.43, D.C.50.12.8, Agath.3.19.8, ταῖς ... κώμαις I.<i>BI</i> 1.330, ὑπὲρ ποταμὸν Τίβεριν Procop.<i>Goth</i>.1.29.30, ἐν ... τῇ χώρᾳ Procop.<i>Pers</i>.1.15.2<br /><b class="num">•</b>fig. τῇ καρδίᾳ τὸν θυμὸν ἐνστρατοπεδεύειν Plu.2.647e, cf. Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.76.8. | |dgtxt=[[acampar en]] χῶρος ἐπιτήδειος ἐνστρατοπεδεῦσαι Th.2.20, αὐτοῖς ... τοῖς οἴκοις Str.7.7.3, ἐν τῇ πόλει Plu.<i>Thes</i>.27<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Hdt.9.2, cf. D.H.11.43, D.C.50.12.8, Agath.3.19.8, ταῖς ... κώμαις I.<i>BI</i> 1.330, ὑπὲρ ποταμὸν Τίβεριν Procop.<i>Goth</i>.1.29.30, ἐν ... τῇ χώρᾳ Procop.<i>Pers</i>.1.15.2<br /><b class="num">•</b>fig. τῇ καρδίᾳ τὸν θυμὸν ἐνστρατοπεδεύειν Plu.2.647e, cf. Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.76.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνστρατοπεδεύω]] (Α) [[στρατοπεδεύω]]<br />[[στρατοπεδεύω]] σ' έναν [[τόπο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
A encamp in, Th.2.20; ἐν τῇ πόλει Plu. Thes.27:— Med., χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Hdt.9.2, D.C.50.12.
German (Pape)
[Seite 853] auch med., lagern in, χῶρος ἐπιτηδεώτερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Her. 9, 2; Thuc. 2, 20 u. Sp., wie Plut. Thes. 27 im act.
French (Bailly abrégé)
camper dans, ἔν τινι;
Moy. ἐνστρατοπεδεύομαι m. sign.
Étymologie: ἐν, στρατοπεδεύω.
Spanish (DGE)
acampar en χῶρος ἐπιτήδειος ἐνστρατοπεδεῦσαι Th.2.20, αὐτοῖς ... τοῖς οἴκοις Str.7.7.3, ἐν τῇ πόλει Plu.Thes.27
•en v. med. mismo sent. χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Hdt.9.2, cf. D.H.11.43, D.C.50.12.8, Agath.3.19.8, ταῖς ... κώμαις I.BI 1.330, ὑπὲρ ποταμὸν Τίβεριν Procop.Goth.1.29.30, ἐν ... τῇ χώρᾳ Procop.Pers.1.15.2
•fig. τῇ καρδίᾳ τὸν θυμὸν ἐνστρατοπεδεύειν Plu.2.647e, cf. Gr.Nyss.V.Mos.76.8.
Greek Monolingual
ἐνστρατοπεδεύω (Α) στρατοπεδεύω
στρατοπεδεύω σ' έναν τόπο.