ἐνουράνιος: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que está o reside en el cielo]], [[αἰετός]], οἰωνῶν μοῦνος ἐ. <i>AP</i> 9.223 (Bianor), [[αἰθήρ]] Heraclit.<i>All</i>.58<br /><b class="num">•</b>[[celestial]] de los dioses o en rel. c. ellos ὁ ἀφ' Ἡλίου πόλεως μέγας θεὸς ἐ., [[Ἀπόλλων]] κρατερός Hermapio 1.23, cf. Poll.1.23, ἐ. [[δύναμις]] ἀγγέλων <i>PMag</i>.4.3051, ὁ τὴν ἐνουράνιον τῆς <αἰ>ωνίου φύσεως κεκληρωμένος [[ἀνά]]<γ>κην del dios-león egipcio <i>IBrooklyn</i> 24.9 (II/III d.C.), λόγος Iren.Lugd.<i>Fr</i>.29. | |dgtxt=-α, -ον<br />[[que está o reside en el cielo]], [[αἰετός]], οἰωνῶν μοῦνος ἐ. <i>AP</i> 9.223 (Bianor), [[αἰθήρ]] Heraclit.<i>All</i>.58<br /><b class="num">•</b>[[celestial]] de los dioses o en rel. c. ellos ὁ ἀφ' Ἡλίου πόλεως μέγας θεὸς ἐ., [[Ἀπόλλων]] κρατερός Hermapio 1.23, cf. Poll.1.23, ἐ. [[δύναμις]] ἀγγέλων <i>PMag</i>.4.3051, ὁ τὴν ἐνουράνιον τῆς <αἰ>ωνίου φύσεως κεκληρωμένος [[ἀνά]]<γ>κην del dios-león egipcio <i>IBrooklyn</i> 24.9 (II/III d.C.), λόγος Iren.Lugd.<i>Fr</i>.29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐνουράνιος]], -ον) [[ουράνιος]]<br />αυτός που βρίσκεται στον ουρανό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A in heaven, heavenly, AP9.223 (Bianor), Poll. 1.23; ἀνάγκη Sammelb.5620.9.
German (Pape)
[Seite 850] im Himmel, himmlisch, οἰωνοί Bian. 10 (IX, 223).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνουράνιος: -ον, ὁ, = ὁ ἐν οὐρανῷ ὤν, Ἀνθ. Π. 9. 223, Πολυδ. Α΄, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
céleste.
Étymologie: ἐν, οὐρανός.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que está o reside en el cielo, αἰετός, οἰωνῶν μοῦνος ἐ. AP 9.223 (Bianor), αἰθήρ Heraclit.All.58
•celestial de los dioses o en rel. c. ellos ὁ ἀφ' Ἡλίου πόλεως μέγας θεὸς ἐ., Ἀπόλλων κρατερός Hermapio 1.23, cf. Poll.1.23, ἐ. δύναμις ἀγγέλων PMag.4.3051, ὁ τὴν ἐνουράνιον τῆς <αἰ>ωνίου φύσεως κεκληρωμένος ἀνά<γ>κην del dios-león egipcio IBrooklyn 24.9 (II/III d.C.), λόγος Iren.Lugd.Fr.29.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐνουράνιος, -ον) ουράνιος
αυτός που βρίσκεται στον ουρανό.