ἐξαπηλιωτικός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_15) |
(12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[oriental]], [[del este]] τὸ ἐξαπηλιωτικὸν ἐποίκιον <i>PFlor</i>.50.105 (III d.C.). | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[oriental]], [[del este]] τὸ ἐξαπηλιωτικὸν ἐποίκιον <i>PFlor</i>.50.105 (III d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν [[ἐξαπηλιωτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[απηλιωτικός]], αυτός που προέρχεται από ή κατευθύνεται [[προς]] το [[μέρος]] του απηλιώτη, του ανατολικού ανέμου, ο [[ανατολικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απ</i>--<i>ηλιωτ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[απηλιώτης]] «[[ανατολικός]] [[άνεμος]]», τ. που εμφανίζει ιωνική [[ψίλωση]], [[αντί]] του <i>αφηλιώτης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A easterly, PFlor.50.105 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
oriental, del este τὸ ἐξαπηλιωτικὸν ἐποίκιον PFlor.50.105 (III d.C.).
Greek Monolingual
-ή, -όν ἐξαπηλιωτικός, -ή, -όν (Α)
απηλιωτικός, αυτός που προέρχεται από ή κατευθύνεται προς το μέρος του απηλιώτη, του ανατολικού ανέμου, ο ανατολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απ--ηλιωτ-ικός (< απηλιώτης «ανατολικός άνεμος», τ. που εμφανίζει ιωνική ψίλωση, αντί του αφηλιώτης)].