ἐπαναρρίπτω: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=lancer en l’air.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναρρίπτω]]. | |btext=lancer en l’air.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναρρίπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαναρρίπτω]] και ἀναρριπτῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[ψηλά]], στον αέρα<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> ([[κυρίως]] για λαγούς) τινάζομαι [[ψηλά]], στον αέρα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
or ἐπανα-έω,
A throw up in the air: seeminglyintr. (sc. ἑαυτόν), spring high in the air, X.Cyn. 5.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναρρίπτω: ἢ -έω, ἀναρρίπτω εἰς τὸν ἀέρα, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐμαυτόν), πηδῶ, τινάσσομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα, περὶ λαγῶν, χαίροντες γὰρ τῷ φέγγει ἐπαναρριπτοῦντες μακρὰ διαιροῦσιν ἀντιπαίζοντες Ξενοφ. Κυν. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
lancer en l’air.
Étymologie: ἐπί, ἀναρρίπτω.
Greek Monolingual
ἐπαναρρίπτω και ἀναρριπτῶ, -έω (Α)
1. ενεργ. ρίχνω κάτι ψηλά, στον αέρα
2. (αμτβ.) (κυρίως για λαγούς) τινάζομαι ψηλά, στον αέρα.