επισκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(13)
(No difference)

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Greek Monolingual

(AM ἐπισκευάζω) σκευή
επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω
αρχ.
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῑς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον»)
2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.)
3. (για ζώα) σαμαρώνω
4. φορτώνω («τἄλλα χρήματα ἐφ’ ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι», Ξεν.)
5. προάγω («τὴν διαλεκτικήν... ἐπισκευάζων εἰς ἐπιστήμας ὑποκειμένων τινῶν πραγμάτων», Αριστοτ.)
6. μεσ. ἐπισκευάζομαι
εφοδιάζω με τα αναγκαία.