ἐπιτριβή: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(6_9) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτρῐβή''': ἡ, [[συντριβή]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 103· [[καταστροφή]], [[βλάβη]], Ὠριγ. Ι. 1140, ΙΙΙ. 1173Β, Εὐσέβ. ΙΙΙ. 225C, Ἀθαν. Ι. 768D. | |lstext='''ἐπιτρῐβή''': ἡ, [[συντριβή]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 103· [[καταστροφή]], [[βλάβη]], Ὠριγ. Ι. 1140, ΙΙΙ. 1173Β, Εὐσέβ. ΙΙΙ. 225C, Ἀθαν. Ι. 768D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιτριβή]], ἡ (Α) [[επιτρίβω]]<br /><b>1.</b> [[πρόκληση]], [[ερεθισμός]]<br /><b>2.</b> [[συντριβή]], [[καταστροφή]], [[καταδίκη]]<br /><b>3.</b> [[ζημιά]], [[βλάβη]], [[εμπόδιο]] («ἐπὶ τῇ τούτων ἐπιτριβῇ καὶ φυσιώσει», Ευσ.)<br /><b>4.</b> [[εναντίωση]], [[επιμονή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A irritation, provocation, Baillet Inscr. des tombeaux des rois 1405 (dub. sens.). II destruction, damnation, Sch.rec.S.Aj. 103.
German (Pape)
[Seite 996] ἡ, das Zerreiben, Schol. Soph. Ai. 103; – Anfechtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτρῐβή: ἡ, συντριβή, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 103· καταστροφή, βλάβη, Ὠριγ. Ι. 1140, ΙΙΙ. 1173Β, Εὐσέβ. ΙΙΙ. 225C, Ἀθαν. Ι. 768D.
Greek Monolingual
ἐπιτριβή, ἡ (Α) επιτρίβω
1. πρόκληση, ερεθισμός
2. συντριβή, καταστροφή, καταδίκη
3. ζημιά, βλάβη, εμπόδιο («ἐπὶ τῇ τούτων ἐπιτριβῇ καὶ φυσιώσει», Ευσ.)
4. εναντίωση, επιμονή.