ἐργάθω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(13_4) |
(14) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1019.png Seite 1019]] u. [[ἐεργάθω]], p. = [[εἴργω]], ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν, er trennte, Il. 5, 147, πάντα δ' ἀπὸ πλευρῶν [[χρόα]] ἔργαθεν 11, 437; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1171. Vgl. oben [[εἰργάθω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1019.png Seite 1019]] u. [[ἐεργάθω]], p. = [[εἴργω]], ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν, er trennte, Il. 5, 147, πάντα δ' ἀπὸ πλευρῶν [[χρόα]] ἔργαθεν 11, 437; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1171. Vgl. oben [[εἰργάθω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. *εἰργάθω. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐργάθω]] και ἐργαθῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[αποχωρίζω]], [[αποσπώ]], [[αποκόπτω]]<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[είργω]] που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το [[γεγονός]] αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. <i>εέργαθεν</i> καί <i>ειργαθείν</i> ως παρεκτεταμένων αορ. β’ του ενεστ. θέμ. του [[είργω]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:12, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1019] u. ἐεργάθω, p. = εἴργω, ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν, er trennte, Il. 5, 147, πάντα δ' ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαθεν 11, 437; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1171. Vgl. oben εἰργάθω.
French (Bailly abrégé)
v. *εἰργάθω.
Greek Monolingual
ἐργάθω και ἐργαθῶ, -έω (Α)
1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω
2. συγκρατώ, αναχαιτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν ως παρεκτεταμένων αορ. β’ του ενεστ. θέμ. του είργω].