ἐρευγμός: Difference between revisions
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(6_14) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρευγμός''': ὁ, = [[ἔρευγμα]], «ῥέψιμον», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 138, Ἀριστ. Προβλ. 10. 44. | |lstext='''ἐρευγμός''': ὁ, = [[ἔρευγμα]], «ῥέψιμον», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 138, Ἀριστ. Προβλ. 10. 44. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἐρευγμός]] και [[ἐρυγμός]]) [[[ερεύγομαι]] (I)]<br />η [[θορυβώδης]] [[εκβολή]] στομαχικού αερίου από το [[στόμα]], το [[ρέψιμο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A eructation, Id.Coac.138 (pl.), Arist.Pr.895b15.
German (Pape)
[Seite 1025] ὁ, das Aufstoßen, Erbrechen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευγμός: ὁ, = ἔρευγμα, «ῥέψιμον», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 138, Ἀριστ. Προβλ. 10. 44.
Greek Monolingual
ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [[[ερεύγομαι]] (I)]
η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.