ἑτερόρροπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui incline d’un côté ; qui se produit d’un côté;<br /><b>2</b> qui incline d’un côté comme de l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ῥέπω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui incline d’un côté ; qui se produit d’un côté;<br /><b>2</b> qui incline d’un côté comme de l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ῥέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἑτερόρροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ετερορρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε [[κακό]] («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑτερόρροπα</i><br />τα ακρωτηριασμένα [[μέλη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο [[άλλο]] [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετερορρόπως</i> και <i>ετερόρροπα</i> (ΑΜ ἑτερορρόπως)<br />ετερορρεπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ροπή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>ρροπος</i>, [[αντί]]-<i>ρροπος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόρροπος Medium diacritics: ἑτερόρροπος Low diacritics: ετερόρροπος Capitals: ΕΤΕΡΟΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: heterórropos Transliteration B: heterorropos Transliteration C: eterorropos Beta Code: e(tero/rropos

English (LSJ)

ον,

   A inclined to one side, ἡ κλῖμαξ ἑ. ἐπὶ γῆν ἀφίξεται will come down on one corner, unevenly, Hp.Art.43; ἑ. ἐπάρματα swellings on one side, Id.Epid.1.1; φλεγμοναί ibid.; τὰ ἑ., of crippled limbs, Id.Off.23.    2 inclining to one side or the other, θεῶν ἑ. δῶρα gifts that may prove either good or evil, Rhian.1.2.    II Adv. -πως Poll.4.172, Gal.8.430, Aspasia ap.Aët.16.72.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόρροπος: -ον, (ὡσαύτως η, ον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 939, ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμένως), ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, ἑτ. ἐπὶ γῆν ἀφικέσθαι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808· ἑτ. ἐπάρματα, οἰδήματα κατὰ τὸ ἕτερον μέρος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938· ἐπὶ πεπηρωμένων μελῶν, ὁ αὐτ. περὶ Ἰητρεῖον 748· θεῶν ἑτ. δῶρα, δῶρα ἅπερ δυνατὸν νὰ ἀποβῶσι καλὰ ἢ κακά, Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 4. Ἐπίρρ. -πως, Πολυδ. Η΄, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui incline d’un côté ; qui se produit d’un côté;
2 qui incline d’un côté comme de l’autre.
Étymologie: ἕτερος, ῥέπω.

Greek Monolingual

-ο (Α ἑτερόρροπος, -ον)
1. ετερορρεπής
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα
τα ακρωτηριασμένα μέλη
3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο μέρος.
επίρρ...
ετερορρόπως και ετερόρροπα (ΑΜ ἑτερορρόπως)
ετερορρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ροπος (< ροπή), πρβλ. αμφί-ρροπος, αντί-ρροπος].