εὔβολος: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jette (les dés) adroitement;<br /><b>2</b> qui réussit, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βάλλω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jette (les dés) adroitement;<br /><b>2</b> qui réussit, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει με [[ευστοχία]] τον βόλο, το [[ζάρι]] («[[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> ο επιτυχημένος, ο [[εύστοχος]] («[[εὔβολος]] [[ἄγρη]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐβόλως</i><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν [[ευτυχισμένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />2) [[αντί]] <i>ευβούλως</i><br />3) ευστόχως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>βολος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A throwing luckily (with the dice), Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος Eub.58, cf. Poll.9.94, Suid. s.v. Μίδας: generally, lucky, ἄγρη Opp. H.3.71, Hld.5.18. Adv., ἦν γὰρ -λως ἔχων he was in luck, cj. Pors. for εὐβούλως, A.Ch.696: Comp., πεσσοὶ -ώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23.
German (Pape)
[Seite 1058] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94.
Greek (Liddell-Scott)
εὔβολος: -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων βόλος, εὐκόλως ἐπιτυγχάνον ῥίψιμον τοῦ κύβου, Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ Μίδας ἦν ὄνομα βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, Πολυδ. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. Μίδας: - καθόλου, εὐτυχής, ἐπιτυχής, «τυχηρός», ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο εὐτυχής, διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 (οὕτως ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui jette (les dés) adroitement;
2 qui réussit, heureux.
Étymologie: εὖ, βάλλω.
Greek Monolingual
εὔβολος, -ον (Α)
1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)
2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά
3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.).
επίρρ...
εὐβόλως
1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν ευτυχισμένος (Αισχύλ.)
2) αντί ευβούλως
3) ευστόχως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βολος (< βάλλω), πρβλ. αμφί-βολος].