εὐήρης: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(Autenrieth) |
(15) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ες ([[root]] ἀρ): [[well]]-fitted, [[handy]], of oars, Od. 11.121. (Od.) | |auten=ες ([[root]] ἀρ): [[well]]-fitted, [[handy]], of oars, Od. 11.121. (Od.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κουπιά]]) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες [[ἐρετμόν]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «νεὼς [[εὐήρης]] [[πίτυλος]]» — ο [[πάταγος]] τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρης</i>, ομόρριζο του [[ερέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-[[ήρης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω)
A well-fitted, Hom. (only in Od.) always of the oar, well-poised, easy to handle, λαβὼν εὐ. ἐρετμόν 11.121; οὐδ' εὐήρε' ἐρετμά ib.125, al.; νεὼς εὐ. πίτυλος the plash of the well-poised oars, E.IT1050; σκάφη Plu. Ant.65; well-knit, γυῖα Nic.Th.81: generally, ὄργανα εὐ. πρὸς τὴν χρείαν well-fitted for... Hp.Medic.2; εὐ. τεύχη Orac. ap. Paus.4.12.4; εὐήρεας ἵππους, = εὐαγώγους, Hsch.: fem. εὐήρις, pr. n. in Paus.1.27.4 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1067] ες, wohl angefügt, u. dah. bequem zu gebrauchen, zu handhaben, in der Od. stets Beiwort des Ruders, u. so noch Sp., wie Luc. Catapl. 19. Auch νεὼς πίτυλος εὐήρης, des Schiffes leicht zu handhabende Ruder, d. i. das leichtberuderte Schiff, Eur. I. T. 1050; περιπλέων εὐήρεσι σκάφεσι Plut. Ant. 65; wobei man dann τριήρης u. Aehnliches verglich u. es von ἐρέσσω ableiten wollte; – εὐήρη πρός
Greek (Liddell-Scott)
εὐήρης: -ες, καλῶς ἡρμοσμένος, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.) ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κωπῶν, εὐμεταχερίστος, εὔληπτος, λαβών εὐῆρες ἐρετμόν Λ. 120· οὐδ’ εὐήρε’ ἐρετμὰ αὐτόθι 124. κτλ.· νεὼς εὐήρ. πίτυλος, ὁ πάταγος τῶν καλῶς ἡρμοσμένων ἢ ἐρεσσομένων κωπῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1050· εὐήρ. σκάφη Πλουτ. Ἀντών. 65: - καθόλου, εὐήρ. πρὸς τὴν χρείαν, ἁρμόδιος, ἁρμόζων..., Ἱππ. 19. 52· εὐ. τεύχη Χρησμ. παρὰ Παυσ. 4. 12, 4· εὐ. ἵππος = εὐήνιος, «εὐάγωγος» Ἡσύχ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε -ήρης, κατήρης, ποδήρης, τριήρης.)
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
bien ajusté ; souple, commode à manier ou à manœuvrer.
Étymologie: εὖ, *ἄρω.
English (Autenrieth)
ες (root ἀρ): well-fitted, handy, of oars, Od. 11.121. (Od.)
Greek Monolingual
εὐήρης, -ες (Α)
1. (για κουπιά) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες ἐρετμόν», Ομ. Οδ.
β. «νεὼς εὐήρης πίτυλος» — ο πάταγος τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, Ευρ.)
2. ο κατάλληλος για κάτι («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ηρης, ομόρριζο του ερέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. τρι-ήρης)].