εὐμνημόνευτος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on se rappelle facilement;<br /><i>Cp.</i> εὐμνημονευτότερος, <i>Sp.</i> εὐμνημονευτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μνημονεύω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on se rappelle facilement;<br /><i>Cp.</i> εὐμνημονευτότερος, <i>Sp.</i> εὐμνημονευτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μνημονεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐμνημόνευτος]], -ον)<br />αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τον θυμάται [[κάποιος]] εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόχειρος]], [[προσιτός]] («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μνημονευτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μνημονεύω]])].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμνημόνευτος Medium diacritics: εὐμνημόνευτος Low diacritics: ευμνημόνευτος Capitals: ΕΥΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: eumnēmóneutos Transliteration B: eumnēmoneutos Transliteration C: evmnimoneftos Beta Code: eu)mnhmo/neutos

English (LSJ)

ον,

   A easy to remember, Pl.Ti.18c, 18d, D.56.45, Aen. Tact.24.14, Ath.7.277c, etc.: Comp. -ότερος Arist.Rh.1367a26: Sup., ib.1409b6.    II at one's fingers' ends, ἔστω σοι εὐ. φάρμακα Hp. Decent.9.

German (Pape)

[Seite 1081] gut zu erwähnen, erwähnenswerth, Plat. Tim. 18 c; leicht zu erzählen, καὶ βραχέα Dem. 56, 45; – leicht im Gedächtniß zu behalten, Arist. rhet. 1, 9. 3, 9 u. öfter, u. sp. Rhett.; superlat., D. L. 6, 31.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμνημόνευτος: -ον, εὐκόλως μνημονευόμενος, ὃν εὐκόλως ἐνθυμεῖταί τις, Δημ. 1296. 10, Ἀθήν. 277C· - Συγκρ. -ότερος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 25· Ὑπερθ. αὐτόθι 3. 9, 3. ΙΙ. ἄξιος μνείας, ἀξιομνημόνευτος, Πλάτ. Τίμ. 18C, D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on se rappelle facilement;
Cp. εὐμνημονευτότερος, Sp. εὐμνημονευτότατος.
Étymologie: εὖ, μνημονεύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐμνημόνευτος, -ον)
αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τον θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.)
αρχ.
πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνημονευτός (< μνημονεύω)].