εὔληρα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(Autenrieth)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=pl.: [[reins]], Il. 23.481.
|auten=pl.: [[reins]], Il. 23.481.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔληρα]], και δωρ. τ. [[αὔληρα]], τὰ (Α)<br />[[ηνία]] («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων [[εὔληρα]] βέβηκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[εύληρα]] (δωρ. <i>αύληρα</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>Fληρ</i>-<i>ο</i>. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>wl</i>-<i>ē</i><i>r</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>rum</i> «[[ιμάντας]], [[λουρί]]», αρμ. <i>lar</i> «[[δεσμός]]»), η οποία [[είναι]] μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>wl</i>-) και παρεκτεταμένη σε <i>ē</i><i>r</i> [[μορφή]] της ρίζας <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[συστρέφω]], [[κυλίω]]» — <b>[[πρβλ]].</b> [[είλω]]. Το <i>ε</i>- στη λ. [[είναι]] προθεματικό].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔληρα Medium diacritics: εὔληρα Low diacritics: εύληρα Capitals: ΕΥΛΗΡΑ
Transliteration A: eúlēra Transliteration B: eulēra Transliteration C: eylira Beta Code: eu)/lhra

English (LSJ)

ων, τά,

   A reins, Il.23.481, Q.S.4.508, 9.156; Dor. αὔληρα Epich.178 (for ἀϝληρα, cf. ἀβληρά Hsch.):—hence εὐληρωσίων (εὐληροσιῶν cod.). πληγῶν, Id. (Cf. ταυληρόντα.)

German (Pape)

[Seite 1078] τά (von εἴλω, nach E. M. u. Schol. Il.), ep. = ἡνία, Zügel, Zaum, Il. 23, 481; Qu. Sm. 4, 508. 9, 156; dor. αὔληρα, Epicharm.

Greek (Liddell-Scott)

εὔληρα: -ων, τά, ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἀβεβαίου ἀρχῆς ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ἡνία, ἐν δ’ αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε Ἰλ. Ψ. 481, Κόïντ. Σμ. 4. 508., 9. 156· Δωρ. αὔληρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 393, καὶ ὡς διάφορος γραφ. ἐν Ἰλ., Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ εὐλή).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
rênes, guides.
Étymologie: apparenté à εἰλέω de la R. ϜελϜ, rouler.
Syn. ἡνία².

English (Autenrieth)

pl.: reins, Il. 23.481.

Greek Monolingual

εὔληρα, και δωρ. τ. αὔληρα, τὰ (Α)
ηνία («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εύληρα (δωρ. αύληρα) < ε-Fληρ-ο. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. wl-ēr (πρβλ. λατ. lōrum «ιμάντας, λουρί», αρμ. lar «δεσμός»), η οποία είναι μηδενισμένη βαθμίδα (wl-) και παρεκτεταμένη σε ēr μορφή της ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» — πρβλ. είλω. Το ε- στη λ. είναι προθεματικό].