εὐορκία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(SL_1)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὐορκία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fidelity]] to oaths οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις (O. 2.66)
|sltr=[[εὐορκία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fidelity]] to oaths οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις (O. 2.66)
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐορκία]]) [[εύορκος]]<br />η πιστή [[τήρηση]] του όρκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αληθινός]] όρκος, το να λέει [[κάποιος]] την [[αλήθεια]] σε ένορκη [[διαβεβαίωση]]<br /><b>2.</b> [[ευσυνειδησία]]<br /><b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐορκίαι</i><br />οι όρκοι που δίνονται με καθαρή [[συνείδηση]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐορκία Medium diacritics: εὐορκία Low diacritics: ευορκία Capitals: ΕΥΟΡΚΙΑ
Transliteration A: euorkía Transliteration B: euorkia Transliteration C: evorkia Beta Code: eu)orki/a

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Pi.O.2.66 (pl.), App.Pun.63, Hierocl. in CA2p.422M.    II in pl., oaths taken with a good conscience, Lib.Or.59.122.

German (Pape)

[Seite 1085] ἡ, dass., plur., Pind. Ol. 2, 72; Poll. 1, 39.

Greek (Liddell-Scott)

εὐορκία: ἡ, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 2. 119.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fidélité au serment.
Étymologie: εὔορκος.

English (Slater)

εὐορκία
   1 fidelity to oaths οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις (O. 2.66)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐορκία) εύορκος
η πιστή τήρηση του όρκου
νεοελλ.
1. ο αληθινός όρκος, το να λέει κάποιος την αλήθεια σε ένορκη διαβεβαίωση
2. ευσυνειδησία
πληθ. αἱ εὐορκίαι
οι όρκοι που δίνονται με καθαρή συνείδηση.