εὐπίνεια: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(6_10)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπίνεια''': ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος [[πίνος]], δηλ. ὁ χνοῦς [[ἠρέμα]] καὶ [[λεληθότως]] ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, [[ἁπλότης]], [[ἀφέλεια]], Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) [[ποιότης]] καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai.
|lstext='''εὐπίνεια''': ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος [[πίνος]], δηλ. ὁ χνοῦς [[ἠρέμα]] καὶ [[λεληθότως]] ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, [[ἁπλότης]], [[ἀφέλεια]], Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) [[ποιότης]] καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπίνεια]], ἡ (Α) [[ευπινής]]<br /><b>1.</b> (για ύφος) [[απλότητα]], [[κομψότητα]] εκφράσεως<br /><b>2.</b> [[διακόσμηση]]<br /><b>3.</b> (για σίδηρο) καλή [[ποιότητα]], [[λαμπρότητα]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπίνεια Medium diacritics: εὐπίνεια Low diacritics: ευπίνεια Capitals: ΕΥΠΙΝΕΙΑ
Transliteration A: eupíneia Transliteration B: eupineia Transliteration C: efpineia Beta Code: eu)pi/neia

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, perh.

   A elegance of style, Longin.30.1; cf.sq.11.    2 εὐπινείας χάριν for embellishment, Heliod. ap. Orib.49.4.42.

German (Pape)

[Seite 1088] ἡ, alte, einfache und kräftige Schönheit im Ausdruck, Longin. 30, 1; vgl. nitor obsoletus, Auct. ad Herenn. 4, 46.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπίνεια: ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος πίνος, δηλ. ὁ χνοῦς ἠρέμα καὶ λεληθότως ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἁπλότης, ἀφέλεια, Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) ποιότης καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai.

Greek Monolingual

εὐπίνεια, ἡ (Α) ευπινής
1. (για ύφος) απλότητα, κομψότητα εκφράσεως
2. διακόσμηση
3. (για σίδηρο) καλή ποιότητα, λαμπρότητα.