ζεσταίνω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(16) |
(No difference)
|
Revision as of 07:15, 29 September 2017
Greek Monolingual
(Μ ζεσταίνω)
κάνω κάτι ζεστό, θερμαίνω («ζέστανε το φαγητό»)
νεοελλ.
1. γίνομαι θερμός, ζεστός, θερμαίνομαι («ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει»)
2. υποστηρίζω, υποθάλπω, ενθαρρύνω («μέ ζέστανες λιγάκι με τα καλά σου λόγια»)
3. (για όρνιθα κ.λπ.) κλωσσάω τα αβγά
4. μέσ. ζεσταίνομαι και -ουμαι
α) αισθάνομαι θερμότητα ή έχω το σώμα μου ζεστό, καψώνω, ανάβω («ζεσταίνομαι πολύ σήμερα»)
β) ενθαρρύνομαι, εγκαρδιώνομαι
5. φρ. «ζεστάθηκε το κόκαλο του» — κρύωνε και θερμάνθηκε
6. παροιμ. «ο κρύος ζεσταίνει τον παγωμένο» — για ασθενείς ή φτωχούς οι οποίοι βοηθούν τους ομοίους τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός κατά το θερμαίνω.