ζωγρίας: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωγρίας''': ὁ, ὁ συλληφθεὶς ζῶν, ζωγρίαν λαμβάνειν τινὰ Κτησίας 3 καὶ 9, Ζώσιμ. 1. 51˙ οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν Ἑβδ. (Δευτ. β΄, 34)˙ [[ζωγρίας]] ἐλήφθη Διόδ. Ἀποσπ. 510. 54˙ [[ζωγρίας]] ἔλαβε δισχιλίους [[αὐτόθι]] 62˙ ζωγρίαι ἑάλωσαν [[Μέμνων]] ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 238. 28. | |lstext='''ζωγρίας''': ὁ, ὁ συλληφθεὶς ζῶν, ζωγρίαν λαμβάνειν τινὰ Κτησίας 3 καὶ 9, Ζώσιμ. 1. 51˙ οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν Ἑβδ. (Δευτ. β΄, 34)˙ [[ζωγρίας]] ἐλήφθη Διόδ. Ἀποσπ. 510. 54˙ [[ζωγρίας]] ἔλαβε δισχιλίους [[αὐτόθι]] 62˙ ζωγρίαι ἑάλωσαν [[Μέμνων]] ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 238. 28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζωγρίας]], ὁ (Α) [[ζωγρία]]<br />αυτός που συνελήφθη [[ζωντανός]], ο [[αιχμάλωτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one taken alive, ζωγρίαν συλλαμβάνειν, ἑλεῖν τινα, Ctes.Fr.29.3,9, Zos.1.51; οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν LXXDe.2.34; ζωγρίας ἐλήφθη D.S.25.10; ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους ibid.; ζωγρίαι ἑάλωσαν Memn.56.3.
German (Pape)
[Seite 1142] ὁ, der Lebendiggefangene, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρίας: ὁ, ὁ συλληφθεὶς ζῶν, ζωγρίαν λαμβάνειν τινὰ Κτησίας 3 καὶ 9, Ζώσιμ. 1. 51˙ οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν Ἑβδ. (Δευτ. β΄, 34)˙ ζωγρίας ἐλήφθη Διόδ. Ἀποσπ. 510. 54˙ ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους αὐτόθι 62˙ ζωγρίαι ἑάλωσαν Μέμνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 238. 28.
Greek Monolingual
ζωγρίας, ὁ (Α) ζωγρία
αυτός που συνελήφθη ζωντανός, ο αιχμάλωτος.