ἥγημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἥγημα''': τό, [[σκέψις]], [[σκοπός]], Ἑβδ. (Ἐζεκ. ιζ΄, 3) Ἐκκλ. | |lstext='''ἥγημα''': τό, [[σκέψις]], [[σκοπός]], Ἑβδ. (Ἐζεκ. ιζ΄, 3) Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἥγημα]], τὸ (Α) [[ηγούμαι]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που οδηγεί, [[οδηγία]]<br /><b>2.</b> [[σκέψη]], [[σκοπός]] («ἔχει τὸ [[ἥγημα]] εἰσελθεῑν εἰς τὸν Λίβανον», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which guides, Inscr.Perg.246.27. II (ἡγέομαι 111) thought, purpose, LXXEz.17.3.
German (Pape)
[Seite 1151] τό, Anführung, Anleitung, Rath, LXX., VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἥγημα: τό, σκέψις, σκοπός, Ἑβδ. (Ἐζεκ. ιζ΄, 3) Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἥγημα, τὸ (Α) ηγούμαι
1. καθετί που οδηγεί, οδηγία
2. σκέψη, σκοπός («ἔχει τὸ ἥγημα εἰσελθεῑν εἰς τὸν Λίβανον», ΠΔ).