ἠριγέρων: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(6_19)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠριγέρων''': -οντος, ὁ, ὁ ἐνωρὶς γηράσας, [[ὄνομα]] βοτάνης, ἐκ τοῦ πολιοῦ χνοῦ, ὅν ἔχει ἐν τῷ σπόρῳ, Λατ. senecio, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 7, 1. Διοσκ. 4. 97.
|lstext='''ἠριγέρων''': -οντος, ὁ, ὁ ἐνωρὶς γηράσας, [[ὄνομα]] βοτάνης, ἐκ τοῦ πολιοῦ χνοῦ, ὅν ἔχει ἐν τῷ σπόρῳ, Λατ. senecio, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 7, 1. Διοσκ. 4. 97.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠριγέρων]], ό (Α)<br />(για [[βότανο]] με άσπρο [[χνούδι]]) αυτός που γέρασε [[νωρίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ήρι</i> «[[νωρίς]], [[πρωί]]» <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρῐγέρων Medium diacritics: ἠριγέρων Low diacritics: ηριγέρων Capitals: ΗΡΙΓΕΡΩΝ
Transliteration A: ērigérōn Transliteration B: ērigerōn Transliteration C: irigeron Beta Code: h)rige/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A early-old, name of groundsel, from its hoary down, Senecio vulgaris, Thphr.HP7.7.1, Dsc.4.96.

German (Pape)

[Seite 1176] οντος, ὁ, eigtl. früh oder im Frühling greis werdend, eine graue Saamenkrone bekommend, eine Pflanze, erigeron, senecio, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἠριγέρων: -οντος, ὁ, ὁ ἐνωρὶς γηράσας, ὄνομα βοτάνης, ἐκ τοῦ πολιοῦ χνοῦ, ὅν ἔχει ἐν τῷ σπόρῳ, Λατ. senecio, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 7, 1. Διοσκ. 4. 97.

Greek Monolingual

ἠριγέρων, ό (Α)
(για βότανο με άσπρο χνούδι) αυτός που γέρασε νωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + γέρων.