θαλαμίτης: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />rameur du rang inférieur.<br />'''Étymologie:''' [[θάλαμος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />rameur du rang inférieur.<br />'''Étymologie:''' [[θάλαμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θαλαμίτης]], ό (Α)<br />[[κωπηλάτης]] της κατώτατης [[σειράς]] εδωλίων της αρχαίας τριήρους ο [[οποίος]] είχε τα πιο [[κοντά]] [[κουπιά]] και τη μικρότερη [[αμοιβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λοχ</i>-[[ίτης]], <i>οπλ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (
A θάλαμος 111) one of the rowers on the lowest bench of a trireme, who had the shortest oars and the least pay, Sch.Ar.Ra.1106.
German (Pape)
[Seite 1182] ὁ, der in den mit drei Reihen Ruderbänken versehenen Trieren auf der untersten Ruderbank sitzende Ruderer, der das kürzeste Ruder führt u. wegen der leichtern Arbeit den geringsten Sold erhält, Schol. Ar. Ach. 161 Ran. 1072. Vgl. ζυγίτης u. θρανίτης.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θάλαμος ΙΙΙ) ὁ κωπηλάτης ὁ καθήμενος ἐπὶ τῆς κατωτάτης σειρᾶς τῶν ἑδωλίων, ἔχων τὴν βραχυτάτην κώπην, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐλάχιστον μισθόν, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5.107 (κοινῶς θαλαμίαι), Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074· πρβλ. ζυγίτης, θρανίτης, θαλάμαξ, θαλάμιος. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἐκ τοῦ θάλαμος, Τζέτζ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
rameur du rang inférieur.
Étymologie: θάλαμος.
Greek Monolingual
θαλαμίτης, ό (Α)
κωπηλάτης της κατώτατης σειράς εδωλίων της αρχαίας τριήρους ο οποίος είχε τα πιο κοντά κουπιά και τη μικρότερη αμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. -ιτης (πρβλ. λοχ-ίτης, οπλ-ίτης)].