θάψος: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(Bailly1_3) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br />plante qui sert à teindre en jaune et qu’on tirait de l’île de Thapsos.<br />'''Étymologie:''' [[Θάψος]]. | |btext=ου (ἡ) :<br />plante qui sert à teindre en jaune et qu’on tirait de l’île de Thapsos.<br />'''Étymologie:''' [[Θάψος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[θάψος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] «[[ρους]] ο [[κότινος]]»<br /><b>αρχ.</b><br />[[φυτό]] της χερσονήσου Θάψος, χρήσιμο για την [[παρασκευή]] κίτρινης βαφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[φυτό]] πήρε την [[ονομασία]] του από τη χερσόνησο Θάψο, στην ανατολική [[παραλία]] της Σικελίας, από την οποία προερχόταν]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fustic, Rhus Cotinus, used for dyeing yellow, brought from the island of Thapsos, Theoc.2.88, Nic.Al.570: θαψία ῥίζα Thphr. Fr.170.
German (Pape)
[Seite 1189] ἡ, Kraut zum Gelbfärben der Wolle und Haare, von der Insel Thapsus benannt, Phot.; Schol. Theocr. 2, 88; Nic. Al. 570.
Greek (Liddell-Scott)
θάψος: ἡ, καὶ θαψία (Διοσκ. 4. 158), φυτόν τι ἢ ξύλον χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583˙ - θαψία ῥίζα Θεόφρ. Ἀποσπ. 170.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
plante qui sert à teindre en jaune et qu’on tirait de l’île de Thapsos.
Étymologie: Θάψος.
Greek Monolingual
η (Α θάψος)
νεοελλ.
το φυτό «ρους ο κότινος»
αρχ.
φυτό της χερσονήσου Θάψος, χρήσιμο για την παρασκευή κίτρινης βαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το φυτό πήρε την ονομασία του από τη χερσόνησο Θάψο, στην ανατολική παραλία της Σικελίας, από την οποία προερχόταν].