θημών: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όνος (ὁ) :<br />tas de blé, meule de paille.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser, placer, v. [[τίθημι]]. | |btext=όνος (ὁ) :<br />tas de blé, meule de paille.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser, placer, v. [[τίθημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θημών]], ὁ (Α)<br />[[σωρός]] («ὡς δ' [[ἄνεμος]] ζαὴς [[ἠΐων]] θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]. Η αρχική [[σημασία]] «[[σωρός]]» εξειδικεύθηκε πολύ [[νωρίς]] σε «[[σωρός]] από θερισμένα στάχια»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (τίθημι)
A heap, ἠΐων θημῶνα . . καρφαλέων Od.5.368; θ. ἀχύρων Arist.Mete.344a26; θημῶνα νηῆσαι Opp.H.4.496, cf. Ph. ap. Eus.PE8.7: pl., Ph.2.97.
German (Pape)
[Seite 1208] ῶνος, ὁ, das Zusammengelegte (τίθημι), der Haufen, nach Eust. eigtl. vom Korn, ἠΐων καρφαλέων Od. 5, 368; ἀχύρων Arist. Meteor. 1, 7, Sp., wie Opp. H. 4, 496. Vgl. θωμός.
Greek (Liddell-Scott)
θημών: -ῶνος, ὁ (τίθημι) ὡς τὸ θωμός, σωρός, ὡς δ’ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Ὀδ. Ε.368· θ. ἀχύρων Ἀριστ. μετεωρ. 1. 7, 5· θημῶνα νηῆσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 496, πρβλ. Φίλωνα 2. 629.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
tas de blé, meule de paille.
Étymologie: R. Θε, poser, placer, v. τίθημι.
Greek Monolingual
θημών, ὁ (Α)
σωρός («ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»].