θρυλίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> mettre en pièces, concasser, briser ; anéantir;<br /><b>2</b> frissonner, grelotter.<br />'''Étymologie:''' DELG à rapprocher de [[θραύω]].
|btext=<b>1</b> mettre en pièces, concasser, briser ; anéantir;<br /><b>2</b> frissonner, grelotter.<br />'''Étymologie:''' DELG à rapprocher de [[θραύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θρυλίσσω]] (Α)<br />[[συντρίβω]], [[τσακίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[θρυλίσσω]] απαντά [[άπαξ]] μόνο στην ομηρική φρ. <i>θρυλίχθη δε [[μέτωπον]] (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. [[θρύλος]], το οποίο ανάγεται σε ΙE <i>dhrus</i>-<i>lo</i>- και συνδέεται με ουαλ. <i>dryll</i> «[[τεμάχιο]]». Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] προήλθαν και τα γοτθ. <i>driusan</i> «[[καταπίπτω]], θρυμματίζομαι», λεττ. <i>druska</i> «[[τεμάχιο]]». Επίσης έχει συνδεθεί η λ. με το [[θραύω]], ενώ η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θρυλ</i>[[λ]]<i>εῖ</i><br /><i>ταράσσει</i>, <i>ὀχλεῖ</i> δεν [[είναι]] βέβαιο αν ανήκει στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ή αν πρόκειται για παράγωγο του [[θρύλος]], όπως το [[θρυλώ]], με [[άλλη]] σημ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θρύλιγμα]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῡλίσσω Medium diacritics: θρυλίσσω Low diacritics: θρυλίσσω Capitals: ΘΡΥΛΙΣΣΩ
Transliteration A: thrylíssō Transliteration B: thrylissō Transliteration C: thrylisso Beta Code: qruli/ssw

English (LSJ)

   A crush, shiver, smash, θρυλίξας Lyc.487:—Pass., θρυλίχθη δὲ μέτωπον Il.23.396.

Greek (Liddell-Scott)

θρῡλίσσω: (κοινῶς θρυλλ-), θραύω, συντρίβω, θρυλίξας Λυκόφρ. 487. - Παθ., θρυλίχθη δὲ μέτωπον Ἰλ. Ψ. 396.

French (Bailly abrégé)

1 mettre en pièces, concasser, briser ; anéantir;
2 frissonner, grelotter.
Étymologie: DELG à rapprocher de θραύω.

Greek Monolingual

θρυλίσσω (Α)
συντρίβω, τσακίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE dhrus-lo- και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο». Από την ίδια ρίζα προήλθαν και τα γοτθ. driusan «καταπίπτω, θρυμματίζομαι», λεττ. druska «τεμάχιο». Επίσης έχει συνδεθεί η λ. με το θραύω, ενώ η γλώσσα του Ησυχίου θρυλλεῖ
ταράσσει, ὀχλεῖ δεν είναι βέβαιο αν ανήκει στην ίδια ρίζα ή αν πρόκειται για παράγωγο του θρύλος, όπως το θρυλώ, με άλλη σημ.
ΠΑΡ. αρχ. θρύλιγμα.