ἱερεία: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(17)
(17)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ (ΑΜ [[ἱέρεια]], Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. [[ἱρέα]] και ἱαρέα και ἱαρία)<br />αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[ιέρεια]] της τέχνης» — διάσημη [[ηθοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[ιερεύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βασιλεύς]] - [[βασίλεια]]). Η ύπαρξη μυκηναϊκού τ. <i>ijereja</i> πιστοποιεί ότι ο τ. [[ιέρεια]] δεν ανάγεται σε <i>ιερ</i>-<i>ηFία</i>, [[εκτός]] αν υποτεθεί μια ιδιαίτερη φωνητική [[λειτουργία]]].
|mltxt=ἡ (ΑΜ [[ἱέρεια]], Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. [[ἱρέα]] και ἱαρέα και ἱαρία)<br />αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[ιέρεια]] της τέχνης» — διάσημη [[ηθοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[ιερεύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βασιλεύς]] - [[βασίλεια]]). Η ύπαρξη μυκηναϊκού τ. <i>ijereja</i> πιστοποιεί ότι ο τ. [[ιέρεια]] δεν ανάγεται σε <i>ιερ</i>-<i>ηFία</i>, [[εκτός]] αν υποτεθεί μια ιδιαίτερη φωνητική [[λειτουργία]]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱερεία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[εορτή]]<br /><b>3.</b> [[ιερατεία]]<br /><b>4.</b> το [[άδυτο]] του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τον κυπριακό τ. <i>ἰερηFίyα</i>, [[επίσης]] θηλ. του [[ιερεύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιέρεια]]), ο [[οποίος]] φαίνεται να δηλώνει περισσότερο τον [[ιερό]] [[τόπο]], το [[άδυτο]], [[παρά]] την [[ιέρεια]]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερεία Medium diacritics: ἱερεία Low diacritics: ιερεία Capitals: ΙΕΡΕΙΑ
Transliteration A: hiereía Transliteration B: hiereia Transliteration C: iereia Beta Code: i(erei/a

English (LSJ)

ἡ, (ἱερεύω)

   A sacrifice, festival, LXX4 Ki.10.20.    II = ἱερατεία, CIG3491.23 (Thyatira).    III Cypr.ἰερηϝίjα, sanctuary, τᾶς Ἀθάνας Inscr.Cypr.135.20H. (v B.C.).

German (Pape)

[Seite 1240] ἡ, die Priesterwürde, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερεία: ἡ, (ἱερεύω) θυσίαἑορτή, πανήγυρις, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ι΄. 20). ΙΙ. = ἱερατεία, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491. 23.

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία)
αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές
νεοελλ.
«ιέρεια της τέχνης» — διάσημη ηθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ιερεύς (πρβλ. βασιλεύς - βασίλεια). Η ύπαρξη μυκηναϊκού τ. ijereja πιστοποιεί ότι ο τ. ιέρεια δεν ανάγεται σε ιερ-ηFία, εκτός αν υποτεθεί μια ιδιαίτερη φωνητική λειτουργία].

Greek Monolingual

ἱερεία, ἡ (Α)
1. θυσία
2. εορτή
3. ιερατεία
4. το άδυτο του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τον κυπριακό τ. ἰερηFίyα, επίσης θηλ. του ιερεύς (πρβλ. ιέρεια), ο οποίος φαίνεται να δηλώνει περισσότερο τον ιερό τόπο, το άδυτο, παρά την ιέρεια].