ἱμονιά: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />corde de puits.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάω]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br />corde de puits.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱμονιά]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]] με το οποίο τραβούν τον κουβά από το [[πηγάδι]]<br /><b>2.</b> [[μήκος]] σχοινιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> (<b>βλ.</b> [[ιμάντας]]), προέρχεται πιθ. από <i>ἵμων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σαξων. <i>sĩmo</i> «[[κορδόνι]]», αρχ. ινδ. <i>sĭman</i>- «όριο» και ελλ. [[ιμανήθρη]]), σχηματισμένο με έρρινο [[επίθημα]] (-<i>νιά</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[prob. ῑ, cf. An.Ox.1.217], ἡ, (ἱμάς)
A well-rope, Alex.174.9, Apollod.Gel.1 (pl.), Ph.2.89 (pl.), Luc.Icar.7, JConf.8, Hsch.; ἱμονιάν (abs.) a rope's length, i.e. as long as a bucket takes to go down and come up a well, Ar.Ec.351.
German (Pape)
[Seite 1253] ἡ, = ἱμητήριον, nach Schol. Ar. Ran. 1297 τὸ τῶν ἀντλημάτων σχοινίον, das gewöhnlich in den Brunnen hinabhängt, vgl. Ath. III, 125 a IV, 170 c; komisch ἱμονιάν τιν' ἀποπατεῖς Ar. Eccl. 351.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
corde de puits.
Étymologie: ἱμάω.
Greek Monolingual
ἱμονιά, ἡ (ΑΜ)
1. το σχοινί με το οποίο τραβούν τον κουβά από το πηγάδι
2. μήκος σχοινιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος (βλ. ιμάντας), προέρχεται πιθ. από ἵμων (πρβλ. αρχ. σαξων. sĩmo «κορδόνι», αρχ. ινδ. sĭman- «όριο» και ελλ. ιμανήθρη), σχηματισμένο με έρρινο επίθημα (-νιά)].