ἰοβαφής: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(6_7) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰοβᾰφής''': -ές, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἴου, Δημόκρ. Ἐφέσ. παρ’ Ἀθην. 525C· ἐπὶ ὕδατος, Ἀθήν. 42Ε· ― ἰοβάφῐνος, ον, ἐν Νικήτ. Χρον. 9. 12. | |lstext='''ἰοβᾰφής''': -ές, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἴου, Δημόκρ. Ἐφέσ. παρ’ Ἀθην. 525C· ἐπὶ ὕδατος, Ἀθήν. 42Ε· ― ἰοβάφῐνος, ον, ἐν Νικήτ. Χρον. 9. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἰοβαφής]], -ές)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, ο [[ιόχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κροκο</i>-<i>βαφής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>βαφής</i>]· | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A violetcoloured, Democr.Eph.1; of water, Ath.2.42e.
German (Pape)
[Seite 1255] ές, veilchen-, dunkelfarbig; καὶ πορφυρᾶ ἱμάτια Democr. bei Ath. XII, 525 c; auch vom Meere, II, 42 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοβᾰφής: -ές, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, Δημόκρ. Ἐφέσ. παρ’ Ἀθην. 525C· ἐπὶ ὕδατος, Ἀθήν. 42Ε· ― ἰοβάφῐνος, ον, ἐν Νικήτ. Χρον. 9. 12.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰοβαφής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ο ιόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο-βαφής, χρυσο-βαφής]·