ἰσώνυμος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(SL_1) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ῑσώνῠμος</b> = [[ὁμώνυμος]], <br /> <b>1</b> [[with]] the [[same]] [[name]] as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] (O. 9.64) | |sltr=<b>ῑσώνῠμος</b> = [[ὁμώνυμος]], <br /> <b>1</b> [[with]] the [[same]] [[name]] as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] (O. 9.64) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, [[φερώνυμος]], [[ομώνυμος]] («καλεῑν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]] αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερ</i>-<i>ώνυμος</i>, <i>ομ</i>-<i>ώνυμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ὄνομα)
A bearing the same name as, c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Pi.O.9.64; ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos, i.e. ἡλιοτρόπιον, Nic.Th.678.
German (Pape)
[Seite 1274] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, μετὰ γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.
English (Slater)
ῑσώνῠμος = ὁμώνυμος,
1 with the same name as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν (O. 9.64)
Greek Monolingual
ἰσώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- -ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος, ομ-ώνυμος].