ἰσόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß

Menander, Monostichoi, 374
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[πέδον]].
|btext=ος, ον :<br />qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[πέδον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόπεδος]] -ον)<br />αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («χοῡν ποιέων τῇ [[ἄλλῃ]] γῃ [[ἰσόπεδον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η [[επιφάνεια]] του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την [[επιφάνεια]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ισόπεδη [[διάβαση]]» — [[διασταύρωση]] δύο [[οδών]] ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην [[ίδια]] [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἰσόπεδον]]<br />επίπεδο [[έδαφος]], ομαλή [[επιφάνεια]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν [[ἔδαφος]], ἰσόχωρον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)-<span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπεδος Medium diacritics: ἰσόπεδος Low diacritics: ισόπεδος Capitals: ΙΣΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: isópedos Transliteration B: isopedos Transliteration C: isopedos Beta Code: i)so/pedos

English (LSJ)

ον,

   A of even surface, level, ἐξ ἰ. χωρίου Hp.VC11, cf. Luc.Hipp.4; ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011; ἰ. χρώματα flat in appearance, opp. κοῖλα, Alex.Aphr.Pr.1.49.    2 c. dat., level or even with, χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Hdt.4.201, cf. D.S. 19.94, Plu.Num.10.

German (Pape)

[Seite 1265] dem Boden gleich, von gleichem, ebenem Boden, χοῦν ἐπεφόρησε ποιέων τῂ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. 4, 201; Sp.; τόπος τῷ λοιπῷ χώματι ἰσόπεδος Plut. Num. 10; D. Sic. 19, 94.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπεδος: -ον, ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν, ἐπίπεδος, ἐξ ἰσοπέδου χωρίου Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, πρβλ. Λουκ. Ἱππ. 4· ἰσ. χρώματα, ἐπιτιθέμενα ἐπὶ ἐπιπέδου, ἀντίθετον τῷ κοῖλα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49. 2) μετὰ δοτ., ἐπίπεδοςἴσος πρὸς …, χοῦν ποιῆσαι τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Ἡρόδ. 4: 201, πρβλ. Διόδ. 19. 94. - ἰσοπεδόω, μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.
Étymologie: ἴσος, πέδον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπεδος -ον)
αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου
2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» — διασταύρωση δύο οδών ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην ίδια επιφάνεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπεδον
επίπεδο έδαφος, ομαλή επιφάνεια
(κατά τον Ησύχ.) «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν ἔδαφος, ἰσόχωρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-+ -πεδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ-πεδος, χαλκό-πεδος].