Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλυπτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(18)
(No difference)

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ο (Α καλυπτήριος, -ον) καλυπτήρ
νεοελλ.
1. ο χρήσιμος για κάλυψη («καλυπτήριο πρόχωμα»)
2. βιολ. φρ. α) «καλυπτήρια όργανα» — τα όργανα που καλύπτουν την επιφάνεια και τις κοιλότητες του σώματος
β) «καλυπτήριο σύστημα» — το περίβλημα του σώματος κάθε ζωντανού οργανισμού, το οποίο τον οριοθετεί και τον προστατεύει από το περιβάλλον του και ταυτόχρονα συντελεί στην επικοινωνία του με αυτό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καλυπτήριον
(γλώσσα) κάλυμμα, επίθεμα.