κάλυξις: Difference between revisions
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(6_8) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάλυξις''': -εως, ἡ, «[[κόσμος]] τις ἐκ ῥόδων» Ἡσύχ. | |lstext='''κάλυξις''': -εως, ἡ, «[[κόσμος]] τις ἐκ ῥόδων» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάλυξις]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[κάλυξ]], [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], [[περιτύλιγμα]], [[περικάρπιο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>φρ.</b> «[[κόσμος]] τις ἐκ ῥόδων» — κοσμήματα γυναικεία σε [[σχήμα]] κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλύσσω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάλυξ]], -<i>υκος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, = foreg. 1.1, Hsch.; also, = foreg. 11, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κάλυξις: -εως, ἡ, «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κάλυξις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. κάλυξ, κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, περικάρπιο
2. στον πληθ. φρ. «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» — κοσμήματα γυναικεία σε σχήμα κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύσσω (< κάλυξ, -υκος)].