καμηλίτης: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chamelier.<br />'''Étymologie:''' [[κάμηλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />chamelier.<br />'''Étymologie:''' [[κάμηλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καμηλίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί καμήλες, [[καμηλιέρης]] («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που καβαλικεύει [[καμήλα]], που επιβαίνει σε [[καμήλα]]<br /><b>3.</b> [[καμηλέμπορος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[καμηλίτης]] βοῡς» — άγριο [[βόδι]], [[βόαγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαξ</i>-[[ίτης]], <i>θαλασσ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλίτης Medium diacritics: καμηλίτης Low diacritics: καμηλίτης Capitals: ΚΑΜΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kamēlítēs Transliteration B: kamēlitēs Transliteration C: kamilitis Beta Code: kamhli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A camel-driver, Arist.HA630b35, POxy.710.4 (ii B.C.), etc.; camel-rider, Hld.10.5, Hdn.4.15.2.    2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27.    II κ. βοῦς, prob. buffalo, Suid.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλίτης: ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, καμηλάριος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, καμηλοβάτης, Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - ὡσαύτως καμηλέμπορος, Στράβ. 39, 748. 2) καμ. βοῦς, πιθανῶς ὁ βόαγρος, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chamelier.
Étymologie: κάμηλος.

Greek Monolingual

καμηλίτης, ὁ (Α)
1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.)
2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα
3. καμηλέμπορος
4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» — άγριο βόδι, βόαγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ίτης (πρβλ. αμαξ-ίτης, θαλασσ-ίτης)].