καταλύσιμος: Difference between revisions
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à dissoudre, à faire cesser.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à dissoudre, à faire cesser.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[καταλύσιμος]], -ον) [[κατάλυσις]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για τρόφιμα) [[εκείνος]] του οποίου επιτρέπεται η [[κατάλυση]] σε ημέρες νηστείας («το [[λάδι]] [[είναι]] καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, [[εκτός]] του Μεγάλου Σαββάτου»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που [[πρέπει]] να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A to be dissolved or done away, κακόν S.El.1247 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1361] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.
Greek (Liddell-Scott)
καταλύσιμος: -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à dissoudre, à faire cesser.
Étymologie: καταλύω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καταλύσιμος, -ον) κατάλυσις
νεοελλ.-μσν.
(για τρόφιμα) εκείνος του οποίου επιτρέπεται η κατάλυση σε ημέρες νηστείας («το λάδι είναι καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, εκτός του Μεγάλου Σαββάτου»)
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που πρέπει να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί.