καταλιμπάνω: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[καταλείπω]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λιμπάνω]].
|btext=<i>c.</i> [[καταλείπω]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λιμπάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταλιμπάνω]])<br />[[εγκαταλείπω]], [[αφήνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[διαθήκη]] ή [[άλλο]] [[έγγραφο]] που παρέχει δικαιώματα) [[ακυρώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λιμπάνω]] «[[εγκαταλείπω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλιμπάνω Medium diacritics: καταλιμπάνω Low diacritics: καταλιμπάνω Capitals: ΚΑΤΑΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: katalimpánō Transliteration B: katalimpanō Transliteration C: katalimpano Beta Code: katalimpa/nw

English (LSJ)

   A = καταλείπω, Hp.Mul.1.78, Th.8.17, Antiph.35, PPetr.3pp.4,12 (iii B.C.), LXXGe.39.16, Ocell.4.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1360] = καταλείπω; Antiphan. bei Ath. XV, 690 a u. Machon ib. VIII, 341 c; Plat. Ep. IX, 358 a u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

καταλιμπάνω: καταλείπω, Ἱππ. 627. 28, Θουκ. 8. 17, Ἀντιφῶν ἐν «Ἀντ.»2.

French (Bailly abrégé)

c. καταλείπω.
Étymologie: κατά, λιμπάνω.

Greek Monolingual

(AM καταλιμπάνω)
εγκαταλείπω, αφήνω
νεοελλ.
(για διαθήκη ή άλλο έγγραφο που παρέχει δικαιώματα) ακυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιμπάνω «εγκαταλείπω»].