κατεξανάστασις: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_8) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατεξανάστᾰσις''': -εως, ἡ, ἡ κατά τινος [[ἐξέγερσις]], [[ἀντίστασις]], Λογγῖν. 7. 3· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], δόξης καὶ πλούτου καταφρόνησίν τε καὶ κ. Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 69 καὶ 188. | |lstext='''κατεξανάστᾰσις''': -εως, ἡ, ἡ κατά τινος [[ἐξέγερσις]], [[ἀντίστασις]], Λογγῖν. 7. 3· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], δόξης καὶ πλούτου καταφρόνησίν τε καὶ κ. Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 69 καὶ 188. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατεξανάστασις]], -άσεως, ἡ (Α) [[κατεξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> [[εκδήλωση]] αντίστασης ή αντίδρασης [[εναντίον]] κάποιου, [[εξέγερση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[σύγκρουση]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[περιφρόνηση]], [[έλλειψη]] εκτίμησης ενός πράγματος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rebellion against, resistance to, τινος Longin. 7.3; δόξης καὶ πλούτου Iamb.VP16.69.
German (Pape)
[Seite 1395] ἡ, das Aufstehen wider Einen, die Empörung, Widersetzlichkeit; Longin. de sublim. 7, 3; Iambl. V. P. c. 16 neben καταφρόνησις.
Greek (Liddell-Scott)
κατεξανάστᾰσις: -εως, ἡ, ἡ κατά τινος ἐξέγερσις, ἀντίστασις, Λογγῖν. 7. 3· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, δόξης καὶ πλούτου καταφρόνησίν τε καὶ κ. Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 69 καὶ 188.
Greek Monolingual
κατεξανάστασις, -άσεως, ἡ (Α) κατεξανίσταμαι
1. εκδήλωση αντίστασης ή αντίδρασης εναντίον κάποιου, εξέγερση εναντίον κάποιου, σύγκρουση με κάποιον
2. περιφρόνηση, έλλειψη εκτίμησης ενός πράγματος.