κελλάς: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(7) |
(20) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kella/s | |Beta Code=kella/s | ||
|Definition=<b class="b3">μονόφθαλμος</b>, Hsch. | |Definition=<b class="b3">μονόφθαλμος</b>, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κελλάς]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μονόφθαλμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. του τ. [[κελλός]] ([[κελλόν]]<br /><i>στρεβλόν</i>, <i>πλάγιον</i>, <b>Ησύχ.</b>)<br />τα -<i>λλ</i>- [[είτε]] ερμηνεύονται ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] προέρχονται από [[σύμπλεγμα]] -<i>λν</i>- (<i>κελλ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>κελν</i>-). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ā</i><i>na</i> «[[μονόφθαλμος]]», αρχ. ιρλδ. <i>coll</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
μονόφθαλμος, Hsch.
Greek Monolingual
κελλάς, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μονόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. του τ. κελλός (κελλόν
στρεβλόν, πλάγιον, Ησύχ.)
τα -λλ- είτε ερμηνεύονται ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε προέρχονται από σύμπλεγμα -λν- (κελλ- < κελν-). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kāna «μονόφθαλμος», αρχ. ιρλδ. coll].