κένωμα: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />évacuation, purgation.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />évacuation, purgation.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κένωμα]]) [[κενώ]]<br /><b>1.</b> η [[κένωση]], το [[άδειασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[κενός]] [[χώρος]], το [[κενό]] [[διάστημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[άδειασμα]] του μαγειρεμένου φαγητού από τη [[χύτρα]] στα πιάτα, το [[σερβίρισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άδειο [[αγγείο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[κένωση]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κενώματα</i><br />αυτά που προκαλούν [[κένωση]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κένωμα Medium diacritics: κένωμα Low diacritics: κένωμα Capitals: ΚΕΝΩΜΑ
Transliteration A: kénōma Transliteration B: kenōma Transliteration C: kenoma Beta Code: ke/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A empty space, vacuum, Erasistr. ap. Gell.16.3.8 (in Ion.form κείνωμα), Ph.Bel.57.17 (pl.), Plb.6.31.9, Phld.Sign.36 (pl.), Plu.2.655b (pl.).    2 vacancy, non-existence, Anon.in Prm.in Rh.Mus.47.603.    3 empty vessel, POxy.1292.4 (i A.D.), PAmh.2.48.8 (ii B.C.): pl., ῥοιᾶς κ. empty shells, Asclep. ap. Gal.13.302.    II Medic., evacuation, Phld.Lib.p.30 O., Dsc.5.11, Plu.2.381d.    2 evacuant, in pl., Herod.Med.in Rh.Mus.58.89, Ruf.Fr.116.

German (Pape)

[Seite 1419] τό, das Leergemachte, der leere Raum, Zwischenraum, Pol. 6, 31, 9 u. Sp.; – ἰατρικόν, Ausleerung, Reinigung, Plut. de Is. et Osir. 75.

Greek (Liddell-Scott)

κένωμα: τό, κενὸν διάστημα, Λατ. intervallum, Ἐρασίστρ. παρὰ Γελλ. 16. 3, Πολύβ. 6. 31, 9, Πλούτ., κτλ. ΙΙ. Ἰατρ., κένωσις, Πλούτ. 2. 381C, Διοσκ. 5. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
évacuation, purgation.
Étymologie: κενόω.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κένωμα) κενώ
1. η κένωση, το άδειασμα
2. ο κενός χώρος, το κενό διάστημα
νεοελλ.
το άδειασμα του μαγειρεμένου φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα, το σερβίρισμα
αρχ.
1. άδειο αγγείο
2. ιατρ. η κένωση
3. στον πληθ. τα κενώματα
αυτά που προκαλούν κένωση.