κέρνα: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(6_11) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέρνα''': ἡ· «[[ἀξίνη]]» Ἡσύχ. | |lstext='''κέρνα''': ἡ· «[[ἀξίνη]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κέρνα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ἀξίνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ. [[αντί]] <i>κέαρνα</i>, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «σίδηρα τεκτονικά» (<span style="color: red;"><</span> [[κεάζω]] «[[σχίζω]]»)].———————— <b>(II)</b><br />[[κέρνα]], ἡ, πληθ. και [[κέρνα]], τὰ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κέρναι</i> και <i>τα [[κέρνα]]<br />οι πλάγιες εκφύσεις της σπονδυλικής στήλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κερσ</i>-<i>ν</i>-<i>α</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κάρηνα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>καρασ</i>-<i>ν</i>-<i>α</i>), [[κρανίον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κρασ</i>-<i>ν</i>-). Πρόκειται για την [[ίδια]] [[ρίζα]] με διαφορετικό φωνηεντισμό (-<i>e</i>-), ο [[οποίος]] ανεύρισκεται [[επίσης]] στο αρχ. άνω γερμ. <i>hirni</i> «[[εγκέφαλος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>kers</i>-<i>n</i>-<i>iyo</i>-<i>m</i>) και το πρωτονορβηγικό <i>hiarsi</i> «[[κορυφή]] του κεφαλιού» (<span style="color: red;"><</span> <i>kers</i>-<i>on</i>-)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἀξίνη, Hsch. II pl. κέρναι, αἱ, transverse processes of the vertebrae, Poll.2.180 (v.l. κέρνα). κέρνα, τά, v. foreg. 11. 2 v. κέρνος.
Greek (Liddell-Scott)
κέρνα: ἡ· «ἀξίνη» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κέρνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ἀξίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ. αντί κέαρνα, κατά τον Ησύχ. «σίδηρα τεκτονικά» (< κεάζω «σχίζω»)].———————— (II)
κέρνα, ἡ, πληθ. και κέρνα, τὰ (Α)
στον πληθ. αἱ κέρναι και τα κέρνα
οι πλάγιες εκφύσεις της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερσ-ν-α, πρβλ. κάρηνα (< καρασ-ν-α), κρανίον (< κρασ-ν-). Πρόκειται για την ίδια ρίζα με διαφορετικό φωνηεντισμό (-e-), ο οποίος ανεύρισκεται επίσης στο αρχ. άνω γερμ. hirni «εγκέφαλος» (< kers-n-iyo-m) και το πρωτονορβηγικό hiarsi «κορυφή του κεφαλιού» (< kers-on-)].