κηριάζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηριάζω''': ἐπὶ τῶν ὀστρακοδέρμων, [[κυρίως]] δὲ τῆς πορφύρας καὶ τῶν κηρύκων, [[ἐκχέω]] τὰ ᾠά μου ἐν εἴδει γλισχρότητος μυξώδους: «αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς [[ταὐτό]], ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν, τοῦτο δ’ ἔστιν [[οἷον]] [[κηρίον]], πλὴν οὐχ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἢ ἐρεβίνθων λευκῶν πολλὰ συμπλακεῖεν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, π. Ζ. Γεν. 3. 11, 12 καὶ 14. | |lstext='''κηριάζω''': ἐπὶ τῶν ὀστρακοδέρμων, [[κυρίως]] δὲ τῆς πορφύρας καὶ τῶν κηρύκων, [[ἐκχέω]] τὰ ᾠά μου ἐν εἴδει γλισχρότητος μυξώδους: «αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς [[ταὐτό]], ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν, τοῦτο δ’ ἔστιν [[οἷον]] [[κηρίον]], πλὴν οὐχ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἢ ἐρεβίνθων λευκῶν πολλὰ συμπλακεῖεν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, π. Ζ. Γεν. 3. 11, 12 καὶ 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηριάζω]] (Α) [[κηρίον]]<br />(για το [[ψάρι]] [[πορφύρα]], του οποίου τα αβγά μοιάζουν με [[κηρήθρα]]) [[γεννώ]] αβγά όμοια με [[κηρήθρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A spawn, of the purple-fish (πορφύρα), whose spawn is like a honeycomb (κηρίον), Arist.HA546b25, GA761b32.
German (Pape)
[Seite 1433] einer Honigwabe ähnlich sein od. ähnlich machen, Arist. H. A. 5, 15 gen. an. 3, 15.
Greek (Liddell-Scott)
κηριάζω: ἐπὶ τῶν ὀστρακοδέρμων, κυρίως δὲ τῆς πορφύρας καὶ τῶν κηρύκων, ἐκχέω τὰ ᾠά μου ἐν εἴδει γλισχρότητος μυξώδους: «αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταὐτό, ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν, τοῦτο δ’ ἔστιν οἷον κηρίον, πλὴν οὐχ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ ὥσπερ ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἢ ἐρεβίνθων λευκῶν πολλὰ συμπλακεῖεν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, π. Ζ. Γεν. 3. 11, 12 καὶ 14.
Greek Monolingual
κηριάζω (Α) κηρίον
(για το ψάρι πορφύρα, του οποίου τα αβγά μοιάζουν με κηρήθρα) γεννώ αβγά όμοια με κηρήθρα.