κλήθρα: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />aune, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=ας (ἡ) :<br />aune, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σκλήθρα]] και κλέθρα, η, και [[σκλήθρος]], ο (Α [[κλήθρα]] και ιων. τ. κλήθρη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[σκλήθρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) <i>lutter</i>, <i>ludere</i>, <i>ludern</i> «[[κλήθρα]] τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. <i>kl</i><i>ā</i><i>dhr</i><i>ā</i> «[[κλήθρα]]»].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλήθρα Medium diacritics: κλήθρα Low diacritics: κλήθρα Capitals: ΚΛΗΘΡΑ
Transliteration A: klḗthra Transliteration B: klēthra Transliteration C: klithra Beta Code: klh/qra

English (LSJ)

Ion. κλήθ-ρη, ἡ,

   A alder, Alnus glutinosa, Od.5.64, 239, Thphr. HP1.4.3, 3.3.1.

German (Pape)

[Seite 1450] ἡ, ion. κλήθρη, die Erle, Eller, Else; Od. 5, 239; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κλήθρα: Ἰων -ρη, ἡ, εἶδος δένδρου παρυδατίου, ὅπερ νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
aune, arbre.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη)
νεοελλ.
βοτ. το φυτό σκλήθρο
αρχ.
ονομασία του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) lutter, ludere, ludern «κλήθρα τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. klādhrā «κλήθρα»].