Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλονίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_2)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλονίζω''': [[κλονέω]], ἡ γῆ πᾶσα κλονίζεται Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 902C.
|lstext='''κλονίζω''': [[κλονέω]], ἡ γῆ πᾶσα κλονίζεται Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 902C.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κλονίζω]]) [[σείω]], [[τραντάζω]], [[προκαλώ]], [[απώλεια]] σταθερότητας («[[ολόκληρο]] το [[σπίτι]] κλονίστηκε από τον σεισμό»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του [[αποτυχία]] του κλόνισε την [[αυτοπεποίθηση]]» β. «η [[πίστη]] τών ανθρώπων κλονίζεται εύκολα»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλονίζομαι</i><br />[[χάνω]] την [[ισορροπία]] μου ή τη σταθερότητά μου με κίνδυνο να πέσω, ταλαντεύομαι («το [[δολάριο]] [[τώρα]] τελευταία κλονίζεται [[σοβαρά]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βλάπτω]], [[υποσκάπτω]] («η [[υπερκόπωση]] κλόνισε [[σοβαρά]] την [[υγεία]] της»)<br /><b>2.</b> [[σαλεύω]], κουνιέμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. <i>ἐκλόνησα</i> του <i>κλονῶ</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔσχισα</i>: [[σχίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1456] = κλονέω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλονίζω: κλονέω, ἡ γῆ πᾶσα κλονίζεται Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 902C.

Greek Monolingual

(AM κλονίζω) σείω, τραντάζω, προκαλώ, απώλεια σταθερότητας («ολόκληρο το σπίτι κλονίστηκε από τον σεισμό»)
νεοελλ.
μτφ.
1. προκαλώ δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του αποτυχία του κλόνισε την αυτοπεποίθηση» β. «η πίστη τών ανθρώπων κλονίζεται εύκολα»)
2. μέσ. κλονίζομαι
χάνω την ισορροπία μου ή τη σταθερότητά μου με κίνδυνο να πέσω, ταλαντεύομαι («το δολάριο τώρα τελευταία κλονίζεται σοβαρά»)
νεοελλ.-μσν.
1. βλάπτω, υποσκάπτω («η υπερκόπωση κλόνισε σοβαρά την υγεία της»)
2. σαλεύω, κουνιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκλόνησα του κλονῶ, κατά το σχήμα ἔσχισα: σχίζω.