κιρσουλκός: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
(6_14)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιρσουλκός''': ὁ, [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικὸν πρὸς θεραπείαν τοῦ κιρσοῦ, Γαλην. 2. 397.
|lstext='''κιρσουλκός''': ὁ, [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικὸν πρὸς θεραπείαν τοῦ κιρσοῦ, Γαλην. 2. 397.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιρσουλκός]], ὁ (Α)<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμοποιούνταν [[κατά]] την [[κιρσουλκία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιρσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>εμβρυ</i>-<i>ουλκός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσουλκός Medium diacritics: κιρσουλκός Low diacritics: κιρσουλκός Capitals: ΚΙΡΣΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: kirsoulkós Transliteration B: kirsoulkos Transliteration C: kirsoulkos Beta Code: kirsoulko/s

English (LSJ)

ὁ,

   A instrument for this purpose, ib.45.18.5, Gal.14.790.

German (Pape)

[Seite 1442] ο, ein chirurgisches Instrument, zur Beseitigung des κιρσός, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσουλκός: ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς θεραπείαν τοῦ κιρσοῦ, Γαλην. 2. 397.

Greek Monolingual

κιρσουλκός, ὁ (Α)
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν κατά την κιρσουλκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. βαρ-ουλκός, εμβρυ-ουλκός].