κρουσίθυρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(6_17)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρουσίθῠρος''': -ον, κρούων τὴν θύραν· τὸ κρ. (ἐξυπ. [[μέλος]]), κοινῶς «πατηνάδα», «σερενάδα», Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C· [[ὡσαύτως]] θυροκοπικόν.
|lstext='''κρουσίθῠρος''': -ον, κρούων τὴν θύραν· τὸ κρ. (ἐξυπ. [[μέλος]]), κοινῶς «πατηνάδα», «σερενάδα», Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C· [[ὡσαύτως]] θυροκοπικόν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρουσίθυρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά την πόρτα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρουσίθυρον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />[[νυκτωδία]], [[σερενάτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρούσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>θυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θύρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>θυρος</i>, <i>ψευδοδί</i>-<i>θυρος</i>. Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουσίθῠρος Medium diacritics: κρουσίθυρος Low diacritics: κρουσίθυρος Capitals: ΚΡΟΥΣΙΘΥΡΟΣ
Transliteration A: krousíthyros Transliteration B: krousithyros Transliteration C: krousithyros Beta Code: krousi/quros

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A knocking at the door: τὸ κ. (sc. μέλος) serenade, Trypho ap.Ath.14.618c.

German (Pape)

[Seite 1514] an die Thür klopfend; τὸ κρουσίθυρον, sc. μέλος, = θυροκοπικόν, Ath. XIV, 618 c.

Greek (Liddell-Scott)

κρουσίθῠρος: -ον, κρούων τὴν θύραν· τὸ κρ. (ἐξυπ. μέλος), κοινῶς «πατηνάδα», «σερενάδα», Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C· ὡσαύτως θυροκοπικόν.

Greek Monolingual

κρουσίθυρος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά την πόρτα
2. το ουδ. ως ουσ. το κρουσίθυρον (ενν. μέλος)
νυκτωδία, σερενάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσ-ις) + -θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί-θυρος, ψευδοδί-θυρος. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].