κρουσίθυρος
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ῐ], ον, knocking at the door: τὸ κ. (sc. μέλος) serenade, Trypho ap.Ath.14.618c.
German (Pape)
[Seite 1514] an die Thür klopfend; τὸ κρουσίθυρον, sc. μέλος, = θυροκοπικόν, Ath. XIV, 618 c.
Greek (Liddell-Scott)
κρουσίθῠρος: -ον, κρούων τὴν θύραν· τὸ κρ. (ἐξυπ. μέλος), κοινῶς «πατηνάδα», «σερενάδα», Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C· ὡσαύτως θυροκοπικόν.
Greek Monolingual
κρουσίθυρος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά την πόρτα
2. το ουδ. ως ουσ. το κρουσίθυρον (ενν. μέλος)
νυκτωδία, σερενάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί-θυρος, ψευδοδί-θυρος. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].