λαγαρίζομαι: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=être faible, mollir <i>en parl. du vent ; ou pê</i> fouiller dans, gratter.<br />'''Étymologie:''' [[λαγαρός]]. | |btext=être faible, mollir <i>en parl. du vent ; ou pê</i> fouiller dans, gratter.<br />'''Étymologie:''' [[λαγαρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαγαρίζομαι]] και λαγαρύ<br />ζομαι και [[λαγυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[περνώ]] φτωχικά και στερημένα, [[μόλις]] τά [[καταφέρνω]] («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[σκουντώ]], [[σπρώχνω]] με τον αγκώνα<br /><b>3.</b> [[αποξέω]], [[ξύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγαρός]]. Οι τ. [[λαγαρύζομαι]] και [[λαγυρίζομαι]] [[είναι]] διαφορετικές γραφές του [[λαγαρίζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass., dub. sens., Ar.V.674 ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον, expld. by Sch. τὰ λαγαρὰ ἐσθίοντα, ὅ ἐστιν εὔθραυστα καὶ εὐτελῆ τινα, i.e.
A getting a poor living out of the ballot-box. II prob. scrape, Pherecr.121. III jog or nudge with the elbow, = σκαλεύειν, Hsch. (v.l. λαγαρυζόμενον in Ar.l.c., λαγυριζόμενοι in Pherecr. l.c.). B intr. in Act., of the pulse, Archig. ap. Gal.8.662.
German (Pape)
[Seite 3] od. λαγαρύζομαι, Kuchen essen, naschen, Ar. Vesp. 674, wo der Schol. λαγανίζομαι od. λαγανύζομαι las. S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγᾰρίζομαι: Παθ., λέξ. ἀμφιβόλου σημασ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 674, ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «τὰ λαγαρὰ ἐσθίοντα, ὃ ἔστιν εὔθραυστα καὶ εὐτελῆ τινα», δηλ. ὀλίγα ἀπολαμβάνων ἐκ τῆς κληρωτίδος, πενιχρῶς ἀποζῶν. ΙΙ. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «λαγαριζόμενοι· σκαλεύοντες· δηλοῖ δὲ τὸ πρὸς τὰς λαγόνας τὸν ἀγκῶνα προσάγειν, πυκνὰ διαπείροντα τὴν χεῖρα», πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Meineke. - Ὑπάρχει διάφ. γραφὴ λαγαρυζόμενος παρ’ Ἀριστοφ. καὶ Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλ’ ὁ τύπος εἰς -ίζομαι ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ Δωρ. λαγαρίττομαι παρ’ Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
être faible, mollir en parl. du vent ; ou pê fouiller dans, gratter.
Étymologie: λαγαρός.
Greek Monolingual
λαγαρίζομαι και λαγαρύ
ζομαι και λαγυρίζομαι (Α)
1. πιθ. περνώ φτωχικά και στερημένα, μόλις τά καταφέρνω («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», Αριστοφ.)
2. πιθ. σκουντώ, σπρώχνω με τον αγκώνα
3. αποξέω, ξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγαρός. Οι τ. λαγαρύζομαι και λαγυρίζομαι είναι διαφορετικές γραφές του λαγαρίζομαι.