μεταλλάρχης: Difference between revisions
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
(6_19) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταλλάρχης''': -ου, ὁ, [[ἐπόπτης]] μεταλλείων, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4716d. 2, Παῦλ. Ἀλ. ἐν Εἰσαγωγ. εἰς Ἀποτελεσματ. | |lstext='''μεταλλάρχης''': -ου, ὁ, [[ἐπόπτης]] μεταλλείων, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4716d. 2, Παῦλ. Ἀλ. ἐν Εἰσαγωγ. εἰς Ἀποτελεσματ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταλλάρχης]], ὁ (Α)<br />[[επόπτης]] μεταλλείων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεταλλον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A overseer of mines, OGI660 (Egypt, i A. D.), Paul. Al.N.3.
German (Pape)
[Seite 149] ὁ, der Bergwerksvorsteher, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλάρχης: -ου, ὁ, ἐπόπτης μεταλλείων, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4716d. 2, Παῦλ. Ἀλ. ἐν Εἰσαγωγ. εἰς Ἀποτελεσματ.
Greek Monolingual
μεταλλάρχης, ὁ (Α)
επόπτης μεταλλείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλον + -άρχης (< ἄρχω)].